καλαφατίζω

καλαφατίζω
καλαφάτισα, καλαφατίστηκα, καλαφατισμένος
1. φράζω τα διάκενα που υπάρχουν μεταξύ των σανίδων πλοίου ή βαρελιού: Το καλαφάτισα τοβαρέλι.
2. συνέρχομαι με γυναίκα: Δεν πιστεύω να σε καλαφάτισε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλαφατίζω — καλαφατίζω, καλαφάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλαφατίζω — (Μ καλαφατίζω) [καλαφάτης] φράζω με στουπί ή πίσσα τις χαραμάδες μεταξύ τών σανίδων ή τα ρήγματα πλοίου ή βαρελιού, επισκευάζω πλοίο ή βαρέλι νεοελλ. μτφ. συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική μίξη, οχεύω …   Dictionary of Greek

  • καλαφάτισμα — το [καλαφατίζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού καλαφατίζω* …   Dictionary of Greek

  • ακαλαφάτιστος — η, ο [καλαφατίζω] 1. εκείνος που δεν τού έχουν κλείσει τις χαραμάδες με στουπί, πίσσα, ή ρετσίνι «καΐκι ακαλαφάτιστο» 2. όποιος δεν μπορεί να επισκευαστεί με καλαφάτισμα 3. (μτφ. με άσεμνη σημασία) απέραστος, αγάμητος …   Dictionary of Greek

  • διανάσσω — και διανάττω, διανάσσω, διανάττω (Α) [νάσσω] 1. καλαφατίζω, ματζακονίζω 2. φράζω με στουπί ή πίσσα τα κενά ανάμεσα στα ξύλινα τμήματα ή σανίδες σκάφους για να τού προσδώσω στεγανότητα …   Dictionary of Greek

  • καλαφατώ — καλαφατῶ, έω (Μ) [καλαφάτης] καλαφατίζω* …   Dictionary of Greek

  • παλαμάρω — (I) [παλαμάρι] δένω με παλαμάρι το πλοίο. (II) ναυτ. αλείφω με στεγανωτικό υλικό, συνήθως μίγμα πίσσας με λίπος και θειάφι, τα ύφαλα ξύλινου πλοίου για να μην τά διαπερνά το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spalmare «πισσώνω, καλαφατίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καλαφάτισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καλαφατίζω: Το βαρέλι αυτό θέλει καλαφάτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”